στρατός

στρατός
στρᾰτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν.)
a people, folk σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις

οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

Παρρασίῳ στρατῷ O. 9.95

ἷκεν δὲ Μιδέαθεν στρατὸν ἐλαύνων (sc. Ἡρακλέης) O. 10.66 ἐγγυάσομαι ὔμμιν φυγόξεινον στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (the people of Epizephyrian Lokris) O. 11.17

νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86

ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός (the Centaurs) P. 2.46

πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν P. 10.8

ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.8

ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν N. 8.11

ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (the Thebans) I. 1.11χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (the original inhabitants of Keos)

Πα. . . Κάδμου στρατὸν Pae. 9.44

pl. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( wanders from his people: Στράτων Lübbert) fr. 105b. 1.
b army, expedition

Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν Μολίονες O. 10.32

ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43

Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.89

καὶ ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν P. 4.191

ἐκ Δαναῶν στρατοῦ” (the army of the Epigonoi) P. 8.52 καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (the Seven against Thebes) N. 9.18λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ (λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) I. 7.28

σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3

ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[ς fr. 33a. “

μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Πα. 2. 1. Σύριον εὐρυαίχμαν διεῖπον στρατὸν (the Amazons) fr. 173. 1. met.,

χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.12

c fragg. ]ώων στρατῷ fr. 60b. 8. ]ου στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων fr. 169. 52.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατός — army masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στράτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • Στράτος — Sp Strãtas Ap Στράτος/Stratos L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • στρατός — ο το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις του εχθρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Στράτος, Νικόλαος — Έλληνας πολιτικός (Αθήνα 1872 1922). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Βάλτου στις εκλογές του 1902. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δ. Ράλλη (1909), προσχώρησε στο κόμμα των …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίας Στρατός — (Salvation Army). Χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση με στρατιωτική διάρθρωση, που ιδρύθηκε από το Γουλιέλμο Μπουθ το 1865. Αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και της ηθικής, την καταπολέμηση της ανηθικότητας και των κοινωνικών… …   Dictionary of Greek

  • στρατοῖν — στρατός army masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατούς — στρατός army masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”